σχετλιασμός

σχετλιασμός
σχετλιασμός
indignant
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σχετλιασμός — ο, ΝΑ [σχετλιάζω] 1. έντονο παράπονο, που συνήθως συνοδεύεται από αγανάκτηση και οργή 2. έκφραση, παράπονο, μεμψιμοιρία, κλάμα αρχ. σχετλιαστικό επιφώνημα …   Dictionary of Greek

  • σχετλιασμοῖς — σχετλιασμός indignant masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχετλιασμοί — σχετλιασμός indignant masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχετλιασμοῦ — σχετλιασμός indignant masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχετλιασμούς — σχετλιασμός indignant masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχετλιασμῷ — σχετλιασμός indignant masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχετλιασμόν — σχετλιασμός indignant masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”